- ασήμαντος
- -η, -ο (AM ἀσήμαντος, -ον)νεοελλ.ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινόςαρχ.1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος4. ο χωρίς σημασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημαίνω < σήμα «σημείο, σημάδι»].
Dictionary of Greek. 2013.