ασήμαντος

ασήμαντος
-η, -ο (AM ἀσήμαντος, -ον)
νεοελλ.
ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος
2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι
3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος
4. ο χωρίς σημασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σημαίνω < σήμα «σημείο, σημάδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀσήμαντος — without leader masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασήμαντος — η, ο αυτός που δεν είναι σημαντικός, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: Ήταν ασήμαντος, αλλά παράσταινε το σπουδαίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσημάντως — ἀσήμαντος without leader adverbial ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσήμαντον — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc sg ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημάντοιο — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημάντοις — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημάντοισι — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημάντοισιν — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημάντου — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσημάντους — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”